συλλιτανεύω

συλλιτανεύω
Μ
προσεύχομαι μαζί με άλλους («τοῡ βασιλέως συλλιτανεύοντος τῷ λαῷ», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λιτανεύω (< λιτανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”